Φυλακίδᾳ

Φυλακίδᾳ
Φυλακίδαι , Φυλακίδης
masc nom/voc pl
Φυλακίδᾱͅ , Φυλακίδης
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Φυλακίδα — Φυλακίδᾱ , Φυλακίδης masc nom/voc/acc dual Φυλακίδης masc voc sg Φυλακίδᾱ , Φυλακίδης masc gen sg (doric aeolic) Φυλακίδης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίδα — η / φυλακίς, ίδος, ΝΑ, και λόγιος τ. φυλακίς Ν, και φυλάκισσα ΜΑ, και φύλαξ, ἡ, Α νεοελλ. 1. μικρό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού στην είσοδο τού λιμανιού που είχε ως αποστολή να επιβλέπει τον είσπλου τών πλοίων και να ελέγχει τα ναυτιλιακά έγγραφα …   Dictionary of Greek

  • φυλακίδα — φυλακίς guard fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλακίδ' — Φυλακίδα , Φυλακίδης masc voc sg Φυλακίδα , Φυλακίδης masc nom sg (epic) Φυλακίδαι , Φυλακίδης masc nom/voc pl Φυλακίδᾱͅ , Φυλακίδης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλακίδας — Φυλακίδᾱς , Φυλακίδης masc acc pl Φυλακίδᾱς , Φυλακίδης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακίδ' — φυλακίδα , φυλακίς guard fem acc sg φυλακίδι , φυλακίς guard fem dat sg φυλακίδε , φυλακίς guard fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλακίδαν — Φυλακίδᾱν , Φυλακίδης masc acc sg (epic doric aeolic) Φυλακίδης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φυλακίδαο — Φυλακίδᾱο , Φυλακίδης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάκισσα — ἡ, ΜΑ βλ. φυλακίδα …   Dictionary of Greek

  • φυλακίς — ίδος, η, ΝΑ βλ. φυλακίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”